αὐχμηρός

αὐχμηρός
αὐχμηρός , ά, όν (αὐχμός ‘drought’; Soph., Hippocr. et al.; Just., A II, 11, 5) gen. in the sense ‘dry’ but the rendering dark or gloomy (Aristot., De Color. 3, 793a 10ff τὸ λαμπρὸν ἢ στίλβον … ἢ τοὐναντίον αὐχμηρὸν καί ἀλαμπές; Hesych. αὐ. σκοτῶδες; Suda αὐ. στυγνὸν ἢ σκοτεινόν; Kaibel 431, 3) of a place (Pla., Leg. 761b ‘very dry’ τόποι) is required for 2 Pt 1:19. τόπος αὐχμηρότατος very dreary ApcPt 6:21.—DELG s.v. αὗος. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αὐχμηρός — dry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυχμηρός — ή, ό (AM αὐχμηρός, ά, όν) [αυχμός] 1. ξερός, άνυδρος 2. (για ύφος) αυστηρός, στεγνός μσν. 1. (για ζώο) αυτό που ζει σε άνυδρη χώρα 2. (για τον ήλιο) σκοτεινός, σε έκλειψη·1| αρχ. (για τα μαλλιά) ρυπαρός, βρόμικος …   Dictionary of Greek

  • αὐχμηρά — αὐχμηρός dry neut nom/voc/acc pl αὐχμηρά̱ , αὐχμηρός dry fem nom/voc/acc dual αὐχμηρά̱ , αὐχμηρός dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηρότερον — αὐχμηρός dry adverbial comp αὐχμηρός dry masc acc comp sg αὐχμηρός dry neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηροτέρων — αὐχμηρός dry fem gen comp pl αὐχμηρός dry masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηρῶν — αὐχμηρός dry fem gen pl αὐχμηρός dry masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηρόν — αὐχμηρός dry masc acc sg αὐχμηρός dry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηρότατον — αὐχμηρός dry masc acc superl sg αὐχμηρός dry neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηραῖς — αὐχμηρός dry fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηραί — αὐχμηρός dry fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηροτάτους — αὐχμηρός dry masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”